λεωφορειακός

λεωφορειακός
-ή, -ό [λεωφορείο]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λεωφορείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεωφορειακός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το λεωφορείο: Ποιες λεωφορειακές γραμμές περνούν από το κέντρο της πόλης; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”